- αντιτρεφω
- ἀντιτρέφωἀντι-τρέφωкормить в свою очередь
(ἐμὲ ὅ πατέρ τρέφων ἐπαίδευεν - ἐγὼ ἀντέτρεφον ἐκεῖνον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐμὲ ὅ πατέρ τρέφων ἐπαίδευεν - ἐγὼ ἀντέτρεφον ἐκεῖνον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντιτρέφω — ἀντιτρέφω (Α) τρέφω, συντηρώ με τη σειρά μου αυτόν που με συντήρησε … Dictionary of Greek
ἀντέτρεφον — ἀντιτρέφω sustain imperf ind act 3rd pl ἀντιτρέφω sustain imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτρέφειν — ἀντιτρέφω sustain pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτρέφων — ἀντιτρέφω sustain pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԸՆԴԴԻՄԱԴԱՐՁՈՒՑԱՆԵՄ — (ձուցի.) NBH 1 0768 Chronological Sequence: 11c ն. ἁντιτρέφω obverto, retorqueo Յեղաշրջել. ʼի հակառակ կողմն դարձուցանել. *Ընդդիմադարձոյց զկարգն (բանից տեառն), եւ ասէ. զհայր ցո՛յց. Ոսկ. յհ. ՟Բ. 27 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)